κύκνειος

κύκνειος
-α, -ο(ν) (Α κύκνειος, -α, -ον, θηλ. και -ος και κυκνῑτις, -ίτιδος) [κύκνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» — το τελευταίο έργο συγγραφέα, ποιητή ή καλλιτέχνη πριν από τον θάνατό του («το έργο αυτό είναι το κύκνειον άσμα τού Καβάφη»
αρχ.
1. ως κύριο όν. Κύκνειος, -α, -ον- αυτός που έχει σχέση με τον Κύκνο ή γίνεται από αυτόν («τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ήρακλέα», Πίνδ.)
2. φρ. «κύκνειον (ἐξ)ᾱσαι» ή «κύκνειον ἐξηχεῑν» — τα τελευταία λόγια ή οι τελευταίες επιθυμίες τού μελλοθανάτου («τὸ κύκνειον ἐξάσαντες ἔλαβον ἀποκρίσεις τοιαύτας», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο. 2. «κύκνειο άσμα», το τελευταίο, το λίγο πριν από το θάνατό του, έργο διάσημου συγγραφέα ή μουσικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύκνειον — Κύκνειος of a swan masc acc sg Κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειον — κύκνειος of a swan masc acc sg κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείη — Κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείη — κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείοισιν — Κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείοισιν — κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείῳ — Κύκνειος of a swan masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”